- αμφαγείρομαι
- ἀμφαγείρομαι (Α)συναθροίζομαι γύρω από κάποιον.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφ(ι)-* + αρχ. ἀγείρομαι. Οι τ. ἠγερέθονται, ἠγερόθοντο πλάστηκαν στην επική γλώσσα με παρεμβολή τού σχηματιστικού επιθήματος -θ- και γενίκευση τού η για μετρικούς λόγους].
Dictionary of Greek. 2013.